κεφαλαιολογία

κεφαλαιολογία
κεφαλαιολογία, ἡ (Μ)
διαίρεση σε κεφάλαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + -λογία (< -λόγος < λόγος < λέγω), πρβλ. γλωσσολογία, γραμματο-λογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”